- ἀγριέλαιος
- ἀγριέλαιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριέλαιος — ἀγριέλαιος, ον (Α) [ἀγριελαία] 1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος α) η αγριελιά β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος… … Dictionary of Greek
ἀγριελαίω — ἀγριέλαιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀγριέλαιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριέλαιον — ἀγριέλαιος masc/fem acc sg ἀγριέλαιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίοις — ἀγριέλαιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίου — ἀγριέλαιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίους — ἀγριέλαιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίων — ἀγριέλαιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίῳ — ἀγριέλαιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριέλαια — ἀγριέλαιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριέλαιοι — ἀγριέλαιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)